- οφιόδηκτος
- -η, -ο (ΑΜ ὀφιόδηκτος, -ον Μ και οφεόδηκτος και, κατά δ. γρφ., οφεώδηκτος, -ον)αυτός που δαγκώθηκε από φίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εος / -εως + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό-δηκτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀφιόδηκτος — bitten by a serpent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιόδηκτον — ὀφιόδηκτος bitten by a serpent masc/fem acc sg ὀφιόδηκτος bitten by a serpent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιοδήκτοις — ὀφιόδηκτος bitten by a serpent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιοδήκτου — ὀφιόδηκτος bitten by a serpent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιοδήκτους — ὀφιόδηκτος bitten by a serpent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιοδήκτων — ὀφιόδηκτος bitten by a serpent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιόδηκτοι — ὀφιόδηκτος bitten by a serpent masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφεόδηκτος — ὀφεόδηκτος και, κατά δ. γρφ., ὀφεώδηκτος, ον (Μ) βλ. οφιόδηκτος … Dictionary of Greek
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek
ՕՁԱՀԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 1026 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. ὁφιόδηκτος, δεδηγμένος, πεπηληγῶς ἁπὸ ὅφεως a serpente morsus, percussus. Հարեալն յօձէ. օձախած. *Ամենայն օձահար, որ տեսցէ զնա, կեցցէ: Ի վախճանի իբրեւ զօձահար տարածանիցիս. Թուոց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)